σπορέας — ο 1. αυτός που σπέρνει. 2. είδος γεωργικού μηχανήματος με το οποίο γίνεται η σπορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασπορεύς — κατασπορεύς, ὁ (Α) [κατασπείρω] ο σπορέας … Dictionary of Greek
ξυλαμητής — ξυλαμητής, ὁ (Α) [ξυλαμώ] αυτός που σπέρνει, που φυτεύει, ο σπορέας, ο φυτευτής … Dictionary of Greek
σπορευτής — ὁ, Α [σπορεύω] ο σπορέας … Dictionary of Greek
σπορεύς — ὁ, ΜΑ βλ. σπορέας … Dictionary of Greek
σποριάς — ο, Ν βλ. σπορέας … Dictionary of Greek
Κοσμπούκ, Γκεόργκε — (George Cosbuc, Χορντάου, Τρανσυλβανία 1866 – Βουκουρέστι 1918). Ρουμάνος ποιητής. Σε νεαρή ηλικία άρχισε να δημοσιεύει στίχους του στις εφημερίδες του Κλουζ. Ίδρυσε δύο περιοδικά, από τα οποία Ο σπορέας (1901) υπήρξε μεγάλης σημασίας για την… … Dictionary of Greek
Μομφερράτος, Ιωσήφ — (Αργοστόλι Κεφαλονιάς 1816 – 1888). Πολιτικός και εθνικός αγωνιστής. Υπήρξε ηγετική μορφή του ενωτικού αγώνα της Επτανήσου με την Ελλάδα και πρωτεργάτης του ριζοσπαστισμού. Σπούδασε νομικά στο Παρίσι και στην Ιταλία, αλλά δεν άσκησε ποτέ το… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Σαντοβεάνου, Μιχαήλ — (Sadoveanu). Ρουμάνος συγγραφέας (Πάσκανι 1880 Βουκουρέστι 1961). Συνδεόμενος με το κίνημα που, γύρω από το περιοδικό 0 σπορέας, αναζητούσε την ανασύνδεση με τις εθνικές παραδόσεις εναντίον του διανοητικού κοσμοπολιτισμού που κυριαρχούσε τότε, ο… … Dictionary of Greek